- μελίχλωρος
- μελίχλωροςhoney-yellowmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελίχλωρος — μελίχλωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, κίτρινος, χλομός 2. φρ. «μελίχλωρος λίθος» είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χλωρός (πρβλ. μιξό χλωρος, υπό χλωρος] … Dictionary of Greek
μελίχλωρον — μελίχλωρος honey yellow masc/fem acc sg μελίχλωρος honey yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιχλώρους — μελίχλωρος honey yellow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίχλωροι — μελίχλωρος honey yellow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek